ουλαμό

ουλαμό
birlik, müfreze

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ουλαμηγός — ό 1. αυτός που οδηγεί ουλαμό («ουλαμηγό πλοίο») 2. το αρσ. ως ουσ. ο ουλαμηγός αρχηγός ουλαμού 3. το θηλ. ως ουσ. η ουλαμηγός το πλοίο στο οποίο επιβαίνει ο αρχηγός ουλαμού, αλλ. ουλαμηγό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουλαμός + ηγός (< άγω), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ουλαμηφόρος — οὐλαμηφόρος, ον (Α) αυτός που μεταφέρει ουλαμό, δηλ. στρατό, πολεμικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαμός + συνδετικό φωνήεν η + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • ουλαμώνυμος — οὐλαμώνυμος, ον (Α) (επίθ. για τον Νεοπτόλεμο) αυτός που πήρε το όνομά του από τον ουλαμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαμός + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. θηρι ώνυμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”